ἐξεπέτασσε

ἐξεπέτασσε
ἐκπετάννυμι
spread out
aor ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”